περιαιρετόν

περιαιρετόν
περιαιρετός
that may be taken off
masc acc sg
περιαιρετός
that may be taken off
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιαιρετός — ή, ό / περιαιρετός, ή, όν, ΝΑ [περιαιρώ] αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» η ανεμόσκαλα β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”